νόννα

νόννα
η
1) бабушка; 2) монахиня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νόννα" в других словарях:

  • Νόννα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, μητέρα του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού. Η μνήμη της τιμάται στις 5 Αυγούστου …   Dictionary of Greek

  • νοννίς — νοννίς, ἡ (Μ) προσωνυμία που δινόταν σε μοναχές, η νόννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόννα + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • νόνα — (I) και νόννα, η (Μ νόννα) νεοελλ. η μητέρα τού πατέρα ή τής μητέρας, η γιαγιά μσν. προσωνυμία που απονέμονταν σε μοναχές, «γερόντισσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nonna < λατ. nonna «μοναχή»]. (II) η ιατρ. μορφή ληθαργικής εγκεφαλίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Corfou — Pour les articles homonymes, voir Corfou (homonymie). Corfou Κέρκυρα (el) …   Wikipédia en Français

  • Corfu — Corfou Description Ensemble géographique : Îles Ioniennes Région administrative : Îles Ioniennes Capitale : Corfou (ville) Superficie : 641 km² …   Wikipédia en Français

  • Île de Corfou — Corfou Description Ensemble géographique : Îles Ioniennes Région administrative : Îles Ioniennes Capitale : Corfou (ville) Superficie : 641 km² …   Wikipédia en Français

  • νέννος — και στον Ησύχ. και νάννας, ὁ (ΑΜ) ο αδελφός τού πατέρα ή τής μητέρας, ο θείος αρχ. ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νέννος (με αναδιπλασιασμό νε και εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, πρβλ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»